Χθες κρυφάκουγα ένα ζευγάρι απο διπλανό τραπέζι που εκείνη μιλούσε ακατάπαυστα κι εκείνος συμφωνούσε με μπάσα φωνή- κράμα τεστοστερόνης και βλακείας και σκεφτόμουν οτι δεν υπάρχουν ενδιαφέρουσες ερωτικές ιστορίες πια, όλες λιγο πολυ μοιάζουν μεταξύ τους και το ίδιο ισχύει και για τα σπίτια. Αν ήταν ήρωες σε μυθιστόρημα του Marquez, εκείνος θα την είχε δει σε μια αυλή που θα έκανε μάθημα με τη θεία της κάτω απ τις αμυγδαλιές ενώ θα φορούσε ένα μεταξωτό σεμιζιέ, φαρδύ, ελαφρύ και μακρόταλο . Θα την ερωτευόταν για τα μακριά της άκρα. Θα ζούσαν έναν πολύχρονο και όλο δυσκολίες έρωτα. Εκείνος θ’ απολυόταν από την εταιρία ποταμοπλοοϊας αλλά θα έπιανε αμέσως δουλειά στο τηλεγραφείο του θείου του. Θα της έστελνε γράμματα που σε 70 σελίδες θ’ ανέλυε τους λόγους που την είχε αγαπήσει. Εκείνη θα γνώριζε ελάχιστα για εκείνον τον μελαγχολικό υποψήφιο που είχε εμφανιστεί στη ζωή της σα χειμωνιάτικο χελιδόνι. «Κατάλαβα πόσο με θέλατε από τον τρόπο που έτρεμε το λουλούδι στο πέτο σας όταν μου παραδώσατε το πρώτο γράμμα» θα του έλεγε. Και μετά θα δεχόταν ξαφνικά την πρόταση γάμου κάποιου γιατρού με τον όρο να της υποσχεθεί ότι δε θα τη βάζει να τρώει μελιτζάνες. Εκείνος θα έκλαιγε στο αγαπημένο του καταφύγιο στο φάρο κι εκείνη θα διάβαζε που και που τα γράμματα του την ώρα που τα κοράκια θ’ άφηναν μια πένθιμη τσιρίδα. Θα έφτανε κάποια μέρα που εκείνη θα τον έσβηνε και στο χώρο που εκείνος κρατούσε στη μνήμη της θ’ άφηνε ν΄ανθίσει ένα λιβάδι παπαρούνες. Κι αν στέγαζαν ποτέ σε κάποιο σπίτι τον έρωτα τους θα ήταν κάπως σαν κι αυτό.