Αν κρίνουμε απο το πόσες μπούρδες για παντοτινούς έρωτες ή για (μόνο) καλούς και (μόνο) κακούς ανθρώπους είχαμε ανάγκη να πιστεύουμε στα νιάτα μας (μερικοί ακόμα την έχουν, καλησπερίζω τα σόσιαλ), σίγουρα δε γεννιέσαι κυνικός αλλά η ζωή σε κάνει, όμως απο την άλλη το βρίσκω και λογικό, γιατί δε μπορεί να μεγαλώνεις χωρίς να σε αλλάζουν όσα ζεις ή βλέπεις, δε γίνεται να παρατηρείς προσεκτικά με ανοιχτά μάτια και να παραμένεις μπετόστοκος.
Δεν ετοιμάζομαι να πω κάτι βαρύ, τον Robbie θα δώσω ως παράδειγμα, που τον σκέφτομαι πάντα στο Albert Hall με την ατέλειωτη ενέργεια και το φωτεινό βλέμμα και κατέληξα να τον βλέπω στην καραντίνα να κάνει ατέλειωτα λαιβ μιλώντας (για τι άλλο;) για τον εαυτό του, μασώντας τσίχλα, σχηματίζοντας καρδουλίτσες με τα χέρια του όπως έκαναν οι μπιούτι μπλόγκερς το 2016, νιώθωντας ‘ευλογημένος’, και τεντώνοντας τα χέρια του ψηλά στο ταβάνι για να δείξει οτι είναι ευγνώμων στην παναγίτσα. Όχι οτι έχω αξίωση να μην είναι κανονικός άνθρωπος, αλλά επιβεβαιώθηκε ο φόβος που έχω σχεδόν για όλους τους ανθρώπους, οτι δηλαδή δεν είναι μόνο κανονικός αλλά πιθανότατα και αφάνταστα κοινότοπος και βαρετός, και πως μπορεί άλλωστε να μην είναι κάποιος βαρετός, όταν η βασική του ανάγκη είναι να υπάρχει μέσα απο τα μάτια αγνώστων.
Αυτή η απομυθοποίηση, βασικός λόγος που κι ο έρωτας με το χρόνο εξασθενεί αντί να δυναμώνει, μου θύμισε το πόσο έχω ερωτευτεί έναν μπουφέ, που μάλλον δε θ’ αποκτήσω ποτέ γιατί είναι λίγο ακριβός και θα μείνει ανεκπλήρωτος μπουφές, όμως τον σκέφτομαι συχνά σε ανύποπτες στιγμές μέσα στη μέρα και τη νύχτα, κι αν δεν είναι αυτός έρωτας τότε τι είναι, κι αν τελικά γίνει δικός μου δε θα τον βαρεθώ ποτέ και θα με κάνει να νιώθω για πάντα όπως ένιωθα όταν έλεγε ο Robbie ‘regrets I had a few, but then again, a few to mention’, χωρίς καρδουλιτσες, παναγίτσες και πιτζάμες με Μίκυ Μάους.
Σας βάζω φωτογραφίες απο μπουφέδες που μου αρέσουν, ίσως σε κάποιον να βρείτε κι εσείς αυτό που ψάχνετε.