‘ Πρέπει να ήταν Σεπτέμβρης του 89 όταν γυρίσαμε από την Αγγλία και το διδακτορικό, με ένα μωρό στην κοιλιά και ψάχναμε σπίτι. Ο Γιώργος έκανε μαθήματα φλογέρας, και μια μέρα του ζήτησε η δασκάλα του να πάει σπίτι της, γιατί εκείνη δεν μπορούσε να έρθει. Όταν γύρισε, μου είπε ‘εκεί, σ’ αυτό το μέρος θέλω να πάμε να μείνουμε, είναι σαν να ζεις σε αεροπλάνο’, και μάλλον η επιθυμία ήταν έντονη και μαγικά εισακούστηκε. Ο πλούσιος ιδιοκτήτης του, πούλαγε τον πάνω όροφο από το σπίτι της δασκάλας άρον άρον, φοβούμενος τις πολιτικές εξελίξεις της εποχής. Η μετακόμιση έγινε πρωταπριλιά του 90, και αφού ξεφορτώθηκαν οι κούτες, έφυγα για το μαιευτήριο. Ο γιατρός είπε πως μάλλον αύριο θα γεννήσω, και γύρισα σπίτι. Εγώ όμως σπίτι ακόμα δεν είχα, είχα μόνο δωμάτια με κούτες. Άρχισα λοιπόν να στήνω αυτό που χρειαζόμουν περισσότερο για να φτιάξω την φωλιά μου. Άρχισα να ξετυλίγω χαρτιά και να βάζω τα μπουκάλια μου στη θέση τους, με μεγάλη δυσκολία καθώς ήμουν απελπιστικά δυσκίνητη. Το έκανα όμως με προσήλωση, μην πω μανία. Το γυαλί είναι το αγαπημένο μου υλικό. Είναι η διαφάνεια του που μου δημιουργεί ασφάλεια, τα βλέπεις όλα, δεν υπάρχει τίποτα κρυμμένο. Κατά τις τρεις το πρωί με έπιασαν οι πόνοι πάνω στην σκάλα σε ένα ολόφωτο σαλόνι, σαν καράβι, μεσοπέλαγα τη νύχτα. The rest is history. Το σπίτι στέγασε τελικά τρία παιδιά που ήρθαν το ένα πίσω απ’ τ άλλο (τον Δανιήλ, τον Νίκο και την Άννα), τέσσερα σκυλιά (την Σάρα, την Βέλβετ, την Κάιλα και την Cute), μερικά ακόμα κατοικίδια περαστικά, όπως παπαγάλοι, χελωνίτσες και ψαράκια και ένα ζευγάρι γονείς. Στην κουζίνα του μαγειρεύτηκαν χιλιάδες γεύματα επί τριάντα χρόνια, στο τραπέζι του σαλονιού, ένα μακρύ μοναστηριακό, που έβλεπε απέναντι τον φωτισμένο ναό του προφήτη Ηλία στο Παγκράτι, πριν φτιαχτούν οι πολυκατοικίες, γράφτηκαν εκατοντάδες σελίδες μεταμεσονύκτιες, και το παράθυρο στο βουνό εκεί που δύει ο ήλιος , εκεί που σκάει η βροχή , εκεί που λάμπουν τα κυπαρίσσια, είναι το καρέ που έρχεται όταν κλείνω τα μάτια μου και λέω …θέλω να πάω σπίτι μου. Παρότι κοινωνική ανθρωπολόγος, ψυχοθεραπεύτρια, αντιπρόσωπος των χρωμάτων κιμωλίας της Annie Sloan, ιδιοκτήτρια του μικρού Woodpicker, εγώ στ’ αλήθεια ήθελα να γίνω ηθοποιός. Το σπίτι λοιπόν κάλυψε μ έναν τρόπο αυτή την πληγή. Έγινε λίγο σαν σκηνικό θεάτρου με τα αντικείμενα που το έντυσαν, το στόλισαν, το απογείωσαν, το μπούκωσαν, μαζεμένα από παζάρια, δρόμους, σπίτια συγγενών, κληρονομιές, και πολλές φορές δανείζει στις ερασιτεχνικές μας παραστάσεις έπιπλα, ρούχα και τζιρτζιλα μίρτζιλα. Τι φανταστήκατε, ότι δεν έκανα θέατρο τελικά; Είμαι δέκα χρόνια σε έναν ερασιτεχνικό θίασο με τον Δημήτρη Κανέλλο, γιατί δεν κάνει να μένουν ανεκπλήρωτα τα όνειρα. Σ’ αυτό το σπίτι λοιπόν που μπουσούλησαν , περπάτησαν, έτρεξαν, ερωτεύτηκαν, χώρισαν, τσακώθηκαν, αγαπήθηκαν οι άνθρωποί του, έχει ο καθένας την γωνιά του φυλαχτό για να μπορεί να ταξιδεύει παντού. N 37 ° 58 ‘ 51.06 ” E 23 ° 44 ‘ 40.956 ” Αυτές είναι οι συντεταγμένες του για να μην χαθούμε τώρα που τα αντικείμενά του θα φτιάξουν ένα blog το ‘enaμοno’ για να βρουν την θέση τους σε νέα σπίτια .’