Manina Zoumboulaki

ΜΑΝΙΝΑ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
HOME(LESS)
“Τα σπίτια με κάνουν να αισθάνομαι κάπως άβολα και βάζω το «κάπως» όχι επειδή διστάζω αλλά επειδή δεν καταλαβαίνω πώς ακριβώς μπορεί να σε κάνει ένα σπίτι να νοιώσεις άβολα. Σπάνια προσέχω τι συμβαίνει γύρω μου, μπορεί να μπώ σ’ ένα σπίτι και να μην πάρει το μάτι μου ότι έχει πιάσει φωτιά πχ, ή ότι είναι γιαπί: ποσώς με κόφτει, ιδίως όταν με ενδιαφέρει πολύ αυτός/ή που ζεί, που βρίσκεται μέσα στο σπίτι.
Δεν είμαι από τα άτομα που προσπαθούν να «αποκρυπτογραφήσουν έναν άνθρωπο από το σπίτι του». Κανέναν άνθρωπο, πόσο μάλλον τον εαυτό μου. Τα σπίτια είναι μέρη στα οποία κοιμόμαστε, γράφουμε, κάνουμε σεξ, τρώμε, πλενόμαστε και διαβάζουμε. Πρέπει να είναι ζεστά (με την έννοια του χουχουλιάρικου) και να έχουν όλα τα απαραίτητα, από πιάτα και μπρίκια μέχρι πετσετάκια και σώβρακα. Χιλιάδες άλλα μη-απαραίτητα όπως περιοδικά, βιβλία, τραπεζομάντηλα, παιδικά παιχνίδια, σαγιονάρες, καλτσάκια, χαλάκια, σεμεδάκια, ηλεκτρονικά, καλώδια, πρίζες, κι άλλα καλώδια, φορτιστές, απροσδιόριστα κομμάτια ηλεκτρονικών συσκευών που έχουν συγχωρεθεί χρόνια, πολύπριζα, χαρτιά, κολλάζ, μαρκαδόροι, λογαριασμοί, ειδοποιήσεις, αποδείξεις, λαστιχάκια, μολύβια, τετράδια, συνδετήρες, σβυστήρες, αυτοκόλλητα, χαλκομανίες, κάρτες, bank statements, μπαταρίες, αναπτήρες, γυαλιά ηλίου που τους λείπει ένα μπρατσάκι, ρολόγια που τους λείπει ο μηχανισμός/κουμπής, συρραπτικά χωρίς συρραπτικάκια μέσα, φωτογραφίες, post-it(s), αυτά τα πανάκια που είναι για να καθαρίζεις τα γυαλιά  και ποτέ δεν τα βρίσκεις όταν τα ψάχνεις αλλά τα πιάνεις κατά λάθος όταν θες να φυσήξεις τη μύτη σου, φισάκια, φάκελοι, βίδες, φυλλάδια, χαρτάκια δεμένα όλα μαζί για ανεξιχνίαστους λόγους – όλα αυτά χωρίς να υπολογίσουμε τα ρούχα, παπούτσια, τσαντικά, παλτό, πορτοφόλια, ζακετάκια, μπουφάν, αδιάβροχα και μαγιώ που μαζεύονται σιγά σιγά χωρίς να το καταλάβεις…
Τα σπίτια πρέπει να τα χωράνε όλα αυτά κι ακόμα περισσότερα, μαζί με τους κατοίκους τους. Πρέπει επίσης να μην φαίνονται (όλα αυτά και τα περισσότερα), να είναι μαζεμένα κάπου, εκτός γυμνού οφθαλμού… και είναι δύσκολο. Δηλαδή, από πού ν’ αρχίσεις; Και που να σταματήσεις, και γιατί;
Θεωρητικά μου αρέσουν τα τακτοποιημένα μινιμαλιστικά ασπρόμαυρα σπίτια με ίσιες επιφάνειες (=του τρελού). Δεν ξέρω γιατί αλλά όποτε έχω συνδυάσει τέτοια σπίτια με τους κατοίκους τους, βρίσκω ότι παίρνουνε ψυχοφάρμακα ή ακόμα χειρότερα, δεν παίρνουνε. Θεωρητικά όταν μπαίνω σε σπίτι που θυμίζει εστέτ ψυχιατρείο (το μίνιμαλ, παραπάνω) θα έπρεπε να αισθάνομαι σαν το σπίτι μου… αλλά δεν συμβαίνει αυτό καθόλου. Αντίθετα σε σπίτια με σημάδια παρακμής, με μπαρόκ/ροκοκό στοιχεία, με μαυρισμένα ασημικά και σκονισμένα τραπεζάκια (κατά προτίμηση αυτά που μπαίνουν το ένα κάτω από το άλλο, τα Σέβεντυς), σε τέτοια σπίτια βολεύομαι πολύ. Ονειρεύομαι ότι τα αδειάζω, ξεφορτώνομαι όλη τη σαβούρα και τα βάφω άσπρα. ‘Η στο χρώμα ξασπρισμένης μέντας. ‘Η αραιωμένου σολομού.
Ε μετά σταματάω να το ονειρεύομαι αυτό: μου αρέσουν τα  σπίτια με φως, με βεράντες, με μεγάλα παράθυρα. Με παιχνίδια απλωμένα παντού και με έπιπλα που έχουν ξεθωριάσει από τον ήλιο.  Συνήθως μου αρέσουν τα σπίτια στα οποία ζω, τα σπίτια των φίλων μου και τα σπίτια που βλέπω στον ύπνο μου – τα οποία δεν υπάρχουν, εννοείται…. εκτός που τα βλέπω γωνία-γωνία, τμηματικά σαν ξενάγηση σε ραφιέρες, και ποτέ ολόκληρα ώστε να έχω εικόνα.
Σπίτι στο οποίο αισθανόμουν υπέροχα: το σπίτι του φίλου Σούλη Καλάη στη Θάσο, όταν είχε το μπαρ του ακριβώς από κάτω, τρία ή τέσσερα καλοκαίρια που με φιλοξένησε. Η κουζίνα ήταν άδεια, καθόμουν στο τραπέζι της, έβλεπα το υπερ-πράσινο βουνό από το παράθυρο, κάπνιζα πίνοντας τον καφέ μου και είχα απόλυτη αίσθηση ευτυχίας. Τα ρούχα στεγνώνανε απλωμένα στο μπαλκονάκι, ο (μικρός, και ένας τότε) γιός μου έπαιζε game boy στο δωμάτιο, τα έπιπλα σηκώνανε την ιστορία της οικογένειας του Σούλη, όχι της δικής μου… και ο αέρας μύριζε καλοκαίρι. Ήταν ένα απίστευτο σπίτι.
Αλλά πάλι, μπορεί να το λέω επειδή κάπνιζα ακόμα. “
DREAM HOME
Share the love!