Αυτή είναι η Κούνια. Το όνομά της προέρχεται από μία κούνια στη γειτονιά μου, που ανέβαινα κάθε καλοκαίρι μέχρι μεγάλη, με τις φίλες μου, και όποτε καθόμουν πάνω της κι έφτανα ψηλά, ένιωθα δυνατή. Η Κούνια ζούσε στο δρόμο, φοβόταν τη σκιά της, και μέσα σε λίγους μήνες αγάπης και υπομονής, αρχίζει αργά και σταθερά να ξεδιπλώνει το σούργελο που πάντα ήλπιζα να κρύβει μέσα της. Είναι ατσούμπαλη, παίζει πολύ, κοιμάται πολύ, δεν ξυπνάει εύκολα το πρωί, φοβάται τον απορροφητήρα και αγαπάει όλα τα παιδιά και τα σκυλιά. Είναι βολική, της αρέσει να βγάζει το κεφάλι της έξω απ΄το παράθυρο στα ταξίδια μας, κι όταν κουνάει την ουρά της από χαρά, νιώθω ότι θέλω να τη σφίξω μέχρι να σκάσει. Τη διάλεξα γιατί κατάλαβα από ένα βίντεό της, ότι έχει πολλή ανάγκη από αγάπη, αλλά τη φοβάται. Δε διαλέγεις τυχαία έναν σκύλο, λέει η ψυχολόγος μου. Στόχος μου, να μη φοβάται τους ανθρώπους, όχι όλους, αλλά όσους δε φοβάμαι κι εγώ.